Eυθανασία 11
Ήταν πρωί ξημέρωμα μετά από βροχή βαρβάτη κι εγώ έβλεπα μπροστά μου ένα ηλιοβασίλεμα που προσπαθούσα να τ' αγγίξω. Λαχτάρησα. Αιφνιδιάστηκα. Πριν το ηλιοβασίλεμα υπήρχε ένα οροπέδιο και πιο μπροστά ένα τραπέζι μισοστρωμένο. Κάτω από έναν ευκάλυπτο. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι το θυμάμαι καλά αυτό κι έφερνε την μυρωδιά του ευκαλύπτου μέσα στην κάμαρα. Η φλούδα από το δέντρο του ευκαλύπτου διάβασα πρόσφατα έχει αντικαρκινικές ιδιότητες χωρίς να ξέρει κανείς ποιες ακριβώς. Ο παππούς από τον μπαμπά μου είχε μόλις πεθάνει από καρκίνο. Έσκυψα να τον φιλήσω. Ήμουνα τότε στα δεκάξι. Και τι δεν είχα περάσει εκείνες τις μέρες. Αν μου επιτρεπόταν να ζήσω όπως ήθελα θα γαμούσα ότι έβρισκα μπροστά μου. Ο παππούλης ήταν ανέκαθεν ο έμπιστός μου. Με κοιτούσε συγκινημένος χαϊδεύοντάς με στο κεφάλι και σιγοψιθύριζε: « Πόσο συντηρητικός είσαι! Ας είχα τα νιάτα σου. Μόνο τα νιάτα σου ». Στο τέλος μου υπενθύμιζε πως πρέπει να ακούω ακόμα τον πατέρα μου. Το άσπρο χέρι μιας κυρίας διόρθωνε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Το τραπέζι είχε ήδη στρωθεί στην αυλή. Ο ήλιος έπεφτε ροδοκόκκινος. Ο πατέρας μου κατάβρεχε μ' ένα λάστιχο τον αυλόγυρο. Ήταν ντάλα καλοκαίρι κι ήταν χρεία να δροσιστούμε λίγο. Ο παππούς ήταν ακόμα ζεστός. Ήταν ακόμα άνθρωπος; Σταμάτησα αμέσως αυτό τον συλλογισμό κι έσκυψα ν' ασπαστώ τον νεκρό. Σαφώς υπάρχουν σημαντικότερα ζητήματα από τα σεξουαλικά. Have you ever fucked a person that was so much like you it could have been you? Δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ. Ο νεκρός γέροντας είχε αποκτήσει μια όψη σθένους εξωφρενικά ασύλληπτη. Έχω τ’ όνομά του. Προσπάθησα να ερευνήσω το πρόσωπό του ήταν σα να προσπαθώ να κοιτάξω μέσα από τοίχο. Μόνος ρίξου γυμνός στον κόσμο. Απ' άκρη σ' άκρη σ' ολόκληρη την πόλη σε τούτην εδώ και σ' όποιαν άλλη κι αν έζησα ποτέ μου δεν ξέχασα ετούτη την κουβέντα του. Ο ερωτισμός εκείνου του ελληνικού καλοκαιριού στην ύπαιθρο στα δεκάξι μου μαζί με την μυρωδιά του λιβανιού που ανέδιδε ο παππούλης και το ερεθιστικό άρωμα του ευκαλύπτου ανακατεμένο με τον μπουχό της σκόνης από το κατάβρεγμα της αυλής που έφερνε το μελτεμάκι τ' Αλωνάρη στο δακρυσμένο μου πρόσωπο επαναλαμβάνονται με φυσικό κι αδιατάρακτο τόνο σε όλη μου την ζωή. Δεν είμαι ακόμα δυνατός ρε παλιόγερε του έλεγα ενόσω υπέφερε τον καρκίνο. Φύγε. Ο κόσμος είναι δικός σου αγόρι μου. Πίστεψέ το και θα γίνει. Κι όταν του 'λεγα φοβάμαι χαμογελούσε και μου ψιθύριζε στ' αυτί: Δεν είναι παρά μόνο λίγη φύση. Ήταν και δεξιός ψάλτης - δεν έπρεπε να μας ακούσει κανείς. Ακούμπησα το μάγουλό μου στον νεκρό γέροντα και του μουρμούρισα το ίδιο. Έμεινα για λίγο εκεί. Ένοιωσα σα να μου μιλάει δίχως να σκέφτεται τι λέει. Δεν ήμουν σε θέση να τον καταλάβω πάντως μου φάνηκε πως όσα μου είπε ήταν εξαιρετικά απλά και φυσικά.
Ίσα που ανήκω ακόμα στον εαυτό μου. This BodyBlog has not been started yet.
συνεχίζεται...